αησις

αησις
    ἄησις
    -εως ἥ дуновение, ветер
    

(ψυχρά Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αησις" в других словарях:

  • άησις — ἄησις ( εως), η (Α) [ἄημι] πνοή, φύσημα …   Dictionary of Greek

  • ἄησις — blowing fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… …   Dictionary of Greek

  • ἀήσεως — ἀήσεω̆ς , ἄησις blowing fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄησι — ἄημι va´ti pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἄησις blowing fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄησιν — ἄημι va´ti pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἄησις blowing fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»